Η γυμνή ποίηση της Νίκης Παυλίδου

γράφτηκε για τοβιβλίο.net
Η ποίηση είναι η τέχνη εξωτερίκευσης των συναισθημάτων και των ιδεών, αγωνιών κι ερωτημάτων, με καλλιτεχνική χροιά. Είναι η ρηξικέλευθη στιχουργία μέσω της οποίας μιλά ο δημιουργός. Με ένα τέτοιο σκεπτικό η Νίκη Παυλίδου πετά μερικά ακόμα πετραδάκια για την κατασκευή της νήσου της Ποίησης μεσοπέλαγα, συνεχίζοντας τη σισύφεια προσπάθεια για τη δημιουργία μιας νησίδας λόγου και καλλιτεχνικής έκφρασης μέσα στον πόντο της υποκουλτούρας και του πολιτιστικού λαϊκισμού.
Και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον για εμάς να παρακολουθούμε και να αφουγκραζόμαστε την εξέλιξη ενός δημιουργού, να παρακολουθούμε την προσωπική καταβολή δυνάμεων στην αδιαμαρτύρητη στοίβαξη λίθων-ποιημάτων. Ειδικά όταν αυτό γίνεται σε πραγματικό χρόνο, εν τη εξελίξει, τότε το ενδιαφέρον είναι εντονότερο.
Και τούτο ισχύει απολύτως για τη Νίκη Παυλίδου. Εμφανίστηκε στο χώρο της ποίησης με την “Κότα” (Σαιξπηρικόν, 2011). Μια ιδιαίτερη συλλογή που συνδυάζει την προσωπική ποίηση με τις κοινωνικές αναφορές και τα υπαρξιακά κενά του σύγχρονου ανθρώπου. Το 2013 κυκλοφόρησαν οι “γυμνές αλήθειες” (εκδόσεις “Σοφία”).
Πρόκειται για μία άρτια σύνθεση που εντάσσεται ποιητικά στη γενιά της κρίσης. Η αναζήτηση ταυτότητας, η κοινωνική αγωνία, οι προσωπικές σχέσεις μέσα σε ένα ιδιόρρυθμο περιβάλλον είναι η βάση της ποιητικής της. Συνθέσεις που γέννησε η ίδια η κρίση.
Οφείλουμε να καταγράψουμε τις σημαντικές αλλαγές από την προηγούμενη -την πρώτη της- συλλογή. Πλέον η Παυλίδου είναι ποιητικά ωριμότερη, σαφέστερη, πιο μεστή, λυρικότερη, πιο λιτή μα τόσο πλούσια εκφραστικά και εικονοπλαστικά. Διατηρείται σε σημαντικό βαθμό το ύφος της ποιητικής πρόζας (διαλογικά, μονολογικά κλπ έργα) από την "κότα", αλλά άρδην ανανεωμένη και πιο λυρική. Και τούτο είναι το μεγαλύτερο ευτύχημα. Είναι μία ένδειξη ότι η ποιήτρια πειραματίζεται, ότι επεξεργάζεται το λόγο της, το στίχο της, τις ιδέες της.
Το λυρικό στοιχείο δένεται με το κοινωνικό και το υπαρξιακό. Η λιτή της έκφραση εικονογραφεί χωρίς να περιγράφει. Οι εικόνες ξεπηδούν ανεμπόδιστα μέσα από την αφήγηση και τη μονολογική πρόζα. Ο αφηγηματικός της λόγος βρίσκεται σε σύζευξη με έναν ιδιότυπο ρομαντισμό, καθαρός και άμεσος. Άλλες φορές με λαϊκό λυρισμό, άλλοτε με ρομαντική διάθεση αφουγκράζεται μια κοινωνία που διαλύεται σε άτομα, σε τεμαχισμένα μέρη, όπως η στιχουργική της, που κοχλάζει σαν το συναίσθημα που εξαγάγουν οι λέξεις.
Η ποιητική της Παυλίδου πασχίζει για την επαναφορά του στίχου. Παρά τα πεζολογικά στοιχεία της έκφρασής της, ο στίχος δεν υποχωρεί. Άλλοτε θρυμματισμένος, άλλες φορές μακροσκελής είναι συνέχεια παρών. Παραμένει εκεί δυναμικός ενάντια στην τάση πεζοποίησης της ποίησης. Ακόμα και οι αποφθεγματικές συνθέσεις είναι “στιχισμένες”.
Οι λιτές διατυπώσεις σε συνδυασμό με τον τεμαχισμένο στίχο γεννούν μία αισθητική ποικιλία που εμπλουτίζει το περιεχόμενο και το μήνυμα της ποιήτριας. Συνθέσεις μικρές και μέσης έκτασης -κατά βάση- διοχετεύονται με έναν εκφραστικό ριζοσπαστισμό, συχνά μάλιστα, δημιουργώντας ένα απέριττο έργο χωρίς καν σημεία στίξης που γεννά ερωτηματικά στον αναγνώστη.
Η ποιητική της απέχει το ίδιο από το μεταμοντέρνο εκβιομηχανισμένο ύφος όσο και από την πολιτικοποιημένη έκφραση. Ωστόσο, παραμένει υπαρξιακή με κοινωνικό υπόβαθρο. Δεν προσπαθεί να εκλογικεύσει τα κοινωνικά βιώματα. Τα καταγράφει μέσα από ένα πρωτοπρόσωπο (άλλοτε δευτεροπρόσωπο) λόγο με λυρική διάθεση. Δε φιλοσοφεί, δε στοχάζεται. Παραμένει όμως βαθιά ουμανιστική.

Το περιεχόμενό της απομακρύνεται από την “καθαρότητα” της ελληνικής ποιητικής παράδοσης (ιστορικές, μυθολογικές, θρησκευτικές, λογοτεχνικές αναφορές) που καλλιεργούσε και η αριστερή και η υπαρξιακή ποίηση επί δεκαετίες. Η προσωπική ποίηση δίνει το πρόσχημα ώστε να καταγράψει τις κοινές στενοχώριες. Έτσι, η ποίησή της γίνεται βαθιά πλουραλιστική διότι ακριβώς πατά πάνω στη λογοτεχνική προϊστορία και την κοινωνική ένταση χωρίς να τις επικαλείται. Δεν έχει ανάγκη την επίκληση συμβόλων του παρελθόντος. Η ίδια η κοινωνία δε χρειάζεται σύμβολα για να περιγραφεί αυτό που συμβαίνει στις ανθρώπινες σχέσεις.

ShareThis